Μύθοι και Ιστορία

Αναρτήθηκε από elmoute 13/09/2021 0 Σχόλια Σχετικά Θέματα,

Η πρώτη καταγραφή  χρήσης σκευασμάτων σάπωνος έρχεται από τη Βαβυλώνα γύρω στο 2800π.Χ. Οι Βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν ένα μίγμα από ζωικά λίπη που βράζονταν με στάχτες και νερό για την κατεργασία νημάτων στην υφαντουργική.
Στον πάπυρο του Έμπερς περιγράφεται πως στην αρχαία Αίγυπτο  παρασκευαζόταν σαπούνι από ζωικά λίπη και φυτικά έλαια για καθαριότητα αλλά και για την καταπολέμηση δερματικών παθήσεων.

 

 

 

Οι αρχαίοι Έλληνες, όπως είναι γνωστό, δεν πλένονταν με σαπούνι, αλλά για την καθαριότητα του δέρματος χρησιμοποιούσαν ελαιόλαδο μαζί με άργιλο, ελαφρόπετρα, στάχτη, κλπ. Ωστόσο, η παράδοσή μας αναφέρει ότι το σαπούνι ανακαλύφθηκε στη Μυτιλήνη, το νησί της Σαπφούς, απ’ όπου και η ρίζα της λέξης “σαπούνι”. Στη βάση ενός βωμού σωρεύονταν λίπη και στάχτες, υπολείμματα από τις θυσίες ζώων που προσφέρονταν στους θεούς. Καθώς αυτά, παρασυρμένα από τα νερά της βροχής, κατέληγαν σ’ ένα ποτάμι όπου οι γυναίκες έπλεναν τα ρούχα τους, παρατηρήθηκε ότι αυτά καθαρίζονταν καλύτερα.

Η λέξη “sapo” (η λατινική ονομασία του σαπουνιού) αναφέρεται πρώτη φορά από τον Πλίνιο τον αρχαιότερο στην Φυσική Ιστορία (Historia naturalis) και περιγράφεται η παρασκευή του από λίπος κατσίκας, αλάτι και στάχτη. Σύμφωνα με το Ρωμαϊκό μύθο, που μοιάζει με τον Ελληνικό, το σαπούνι ανακαλύφθηκε στις όχθες του Τίβερη όπου κατέληγαν τα νερά της βροχής παρασύροντας στάχτες και λίπη από τις θυσίες ζώων που γίνονταν στο γειτονικό όρος Sapo.

Γι’ αυτά βέβαια, δεν υπάρχουν αποδείξεις. Αποδεδειγμένα όμως λειτουργούσε εργαστήριο σαπωνοποιίας στην Πομπιήα καθώς ερείπιά του, αλλά και έτοιμες μπάρες σαπουνιού ανακαλύφθηκαν στις ανασκαφές της κατεστραμμένης από την έκρηξη του Βεζούβιου πόλης το 79 μ.Χ. Η ιστορία αναφέρει επίσης ότι οι Ρωμαίοι βελτίωσαν την ποιότητα του σαπουνιού επιτυγχάνοντας την καυστικοποίηση της στάχτης των φυτών (και του Κ potassium που περιέχεται στη στάχτη) με ασβέστη (CaCO3).

Παρ’ όλο που τα Δημόσια Ρωμαϊκά λουτρά ήταν πολύ διαδεδομένα, το σαπούνι δε χρησιμοποιήθηκε για την προσωπική υγιεινή και τον καθαρισμό του σώματος παρά στα χρόνια της Ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.  Ήταν όμως πολύτιμο για την ανακούφιση των δερματικών παθήσεων και μάλιστα η χρησιμότητά του εκθειάζεται από τον Γαληνό τον 2ο αι. μ.Χ.

Η γνώση αυτή, από τους αρχαίους λαούς μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και υπάρχουν αναφορές για τη χρήση του σαπουνιού από τους Κέλτες και τους Γαλάτες για τη χρήση του τόσο για τον καθαρισμό σκευών όσο και για καλλωπιστικούς λόγους.
Αναφορά στη χρήση σαπουνιού γίνεται και σε ιστορίες των αρχαίων Ινδιάνων της Αμερικής.

Οι  Άραβες χρησιμοποίησαν πρώτη φορά τη σόδα (υδροξείδιο του Νατρίου- ΝaΟΗ) καθώς και διάφορα αρωματικά έλαια και παρήγαγαν σαπούνια αρωματισμένα και χρωματισμένα.

Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα οι σαπωνοποιείς αποτελούσαν μια κλειστή κάστα και οι συνταγές (αποτέλεσμα διαρκών πειραματισμών με επιτυχίες και αποτυχίες) μεταφέρονταν με μυστικότητα από πατέρα σε γιό και από τεχνίτες σε μαθητευόμενους. Η χρήση του σαπουνιού ως είδος καθαριότητας διαδόθηκε. Στο νότο μεγάλα κέντρα σαπωνοποιίας δημιουργήθηκαν (Μασσαλία, Καστίλλη, Σαβόνα) και χρησιμοποιούσαν σαν πρώτη ύλη το ελαιόλαδο σε αντίθεση με τις βόρειες χώρες όπου πρώτη ύλη εξακολουθούσε να είναι το ζωικό λίπος. Για την παραγωγή του αλκάλεως που απαιτούσε η σαπωνοποίηση αποτεφρώνονταν δάση οξιάς με αποτέλεσμα, σε κάποιες περιοχές να υπάρξει έλλειψη καύσιμης ύλης για το χειμώνα.

Στην Αμερική, για τους αποίκους, το σαπούνι ήταν προϊόν οικοτεχνίας και  η σόδα παραγόταν σε ένα διάτρητο βαρέλι γεμάτο στάχτη απ’ όπου περνούσε το νερό της βροχής. Το διάλυμα που προέκυπτε το έβραζαν μέχρι ν’ αποκτήσει την απαιτούμενη πυκνότητα – δείκτης το ωμό αυγό που έπρεπε να στέκεται στην επιφάνεια – και πρώτη ύλη βέβαια, τα ζωικά λίπη.

Με την ανάπτυξη της αρωματοποιίας αλλά και με τις συνεχείς αναζητήσεις για καλύτερες συνταγές το προϊόν βελτιώθηκε, η ζήτηση αυξήθηκε, το σαπούνι φορολογήθηκε αλλά η τιμή του το έκανε απαγορευτικό για το λαό. Ήταν ένα προϊόν πολυτελείας για την ανώτερη τάξη μέχρι το 1791 όπου ο Γάλλος χημικός Nicolas Leblanc κατάφερε να εξάγει σόδα (ανθρακικό Νάτριο NaCO3) από αλάτι, η οποία μετά την καυστικοποίηση με ασβέστη παρήγε το αλκάλι (NaOH) που χρειαζόταν για τη σαπωνοποίηση, με φθηνό και εύκολο τρόπο. Το 1811 ο Michael Chevreul ανακαλύπτει τη χημική φύση των λιπαρών οξέων και στη συνέχεια, με ακρίβεια, την ποσότητα αλκάλεως που αυτά χρειάζονται για να σαπωνοποιηθούν.

Το σαπούνι που παράγεται τώρα είναι πολύ καλύτερης ποιότητας καθώς χρησιμοποιούνται τα υλικά της σαπωνοποίησης στις σωστές αναλογίες αλλά και το κόστος του είναι πια προσιτό για τις μάζες. Παράλληλα, οι έρευνες του Louis Pasteur είχαν αποδείξει τη σημασία της προσωπικής υγιεινής στην παρεμπόδιση της διάδοσης των ασθενειών. Ο δρόμος για την κατοχύρωση του σαπουνιού ως προϊόν ευρείας κατανάλωσης έχει ανοίξει.

Από τους πρώτους ανθρώπους που ξεχώρισαν το σαπούνι σαν καλλυντικό προϊόν ήταν ο Andrew Pears, ένας κουρέας από την Κορνουάλη που εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και άρχισε να πειραματίζεται με την κοσμετολογία. Βελτίωσε το υπάρχον τραχύ σαπούνι και παρήγε μια διάφανη, αρωματισμένη με “τα άνθη ενός Εγγλέζικου κήπου“ μπάρα που αγαπήθηκε αμέσως. Το Pears Soap είναι το πρώτο κατοχυρωμένο με brand name προϊόν που πωλείται ακόμα και σήμερα.

 

 

 

Ο κληρονόμος της επιχείρησης Thomas Barratt, ακολουθώντας επαναστατικές για την εποχή πρακτικές διαφήμισης και προώθησης, έκανε το Pears Soap προϊόν παγκόσμιας κυκλοφορίας. Αγοράζει το έργο “Ο κόσμος ενός παιδιού’’ από το  δημοφιλή ζωγράφο John Everett Millais ένα έργο βασισμένο στην παράδοση των ολλανδών μαιτρ της Μπαρόκ περιόδου με αναφορές στην παροδικότητα της ζωής. Απεικονίζει ένα αγόρι που παρατηρεί μια σαπουνόφουσκα –σύμβολο της ομορφιάς και της εύθραυστης φύσης της ζωής. Ο Barratt, έχοντας πλήρη και αποκλειστικά δικαιώματα στον πίνακα, τον παραλλάσσει προσθέτοντας μια μπάρα σαπουνιού Pears στο χέρι του αγοριού και τον ονομάζει  “Σαπουνόφουσκες”, Bubbles. Η πράξη αυτή ξεσήκωσε θύελλα σχολίων για τη σχέση ανάμεσα στην τέχνη και τη διαφήμιση αλλά το έργο κατοχυρώθηκε στη διαφημιστική καμπάνια της εταιρείας και χρησιμοποιήθηκε για δεκαετίες.

Στην Ελλάδα, από το 17ο αι. και μετά αναπτύσσεται μια ακμάζουσα σαπωνοβιομηχανία κυρίως σε περιοχές όπου παράγεται ελαιόλαδο μια και αποτελεί την πρώτη ύλη. Στη Μυτιλήνη, την Πελοπόννησο, την Κρήτη, την Αττική και το Βόλο παράγεται εξαιρετικής ποιότητας σαπούνι από ελαιόλαδο για προσωπική υγιεινή και καθαριότητα, αρωματισμένο ή μη, ενίοτε και με την προσθήκη βοτάνων της ελληνικής φύσης για τις ευεργετικές τους ιδιότητες. Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής εξάγεται.

 

 

 

Παρ’ όλο που στη Βικτωριανή εποχή η ιδέα του γυμνού κορμιού στο μπάνιο σκανδάλιζε και θεωρούνταν σύμβολο παρακμής, τότε άρχισε η μαζική παραγωγή και κυκλοφορία σαπουνιού από μεγάλες εταιρείες όπως WH Lever, B.J. Johnson, κλπ. Η βιομηχανική επανάσταση, αξιοποιώντας τη δύναμη του ατμού, έδωσε ώθηση στην παραγωγή  σαπουνιού σε μεγάλη κλίμακα. Το σαπούνι, έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα υπάρχει από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά. Η μεγάλη ζήτηση παράλληλα με τις καινοτομίες στη χρήση νέων μεθόδων - που μείωναν το χρόνο παρασκευής του - είχαν ως αποτέλεσμα να εισβάλλει στις αρχές του 20ου αιώνα η χημική βιομηχανία στη σαπωνοποιία, να χρησιμοποιούνται χημικές πρώτες ύλες αντί για φυσικά έλαια και το σαπούνι να είναι πια ένα φθηνό μεν, ευρείας κατανάλωσης προϊόν, αλλά όχι κατ’ ανάγκη ποιοτικό.

Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αι. υπάρχει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον  του κοινού για τα φυσικά προϊόντα. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ευαισθητοποιούνται για την προστασία του περιβάλλοντος και  προσπαθούν να περιορίσουν τη χρήση χημικών ουσιών τόσο στη διατροφή τους όσο και στην υγιεινή τους. Η χρήση του φυσικού σαπουνιού είναι μια ακόμα αναζήτηση της σύγχρονης εποχής για ένα τρόπο ζωής απαλλαγμένο από τοξίνες και χημικά αλλά και ένα έναυσμα για την παραγωγή μικρής κλίμακας ποιοτικών φυτικών σαπουνιών φιλικών στο δέρμα μας και το περιβάλλον.